- αρετή
- Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και ηθική α. δεν διαχωρίστηκαν ποτέ σαφώς στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αντιπροσωπεύουν όμως μια ανώτερη αντίληψη όσο εμβαθύνονται. Για τους Πυθαγόρειους η α. είναι ανταπόκριση και ένταξη στην αρμονία του κόσμου, που αντιστοιχεί στην αρμονία των αριθμών. Ο Σωκράτης στηρίζει την α. στη γνώση και τη θεωρεί φυσική, γιατί κανείς δεν θέλει τη δυστυχία του, άρα την άρνηση της α. και αν δεν είναι ενάρετος, αυτό θα οφείλεται σε άγνοιά του. Στη γνώση του υπεραισθητού στηρίζει και ο Πλάτων την α. και την ευδαιμονία. Ο Αριστοτέλης θέτει τη φρόνηση και το μέτρο ως θεμέλιο κάθε α. και διαχωρίζει τις ηθικές α., που αφορούν την πρακτική συμπεριφορά και αποβλέπουν στο κοινό καλό, από τις διανοητικές, που έχουν αντικείμενο τη γνώση. Η α., που ταυτίζεται με τη μακαριότητα καθαυτή και ανεξάρτητα από την ωφέλιμη δράση, παρουσιάζεται ως ένωση με το έσχατο ιδεατό αγαθό τόσο στην ινδική φιλοσοφία όσο και σε μεταχριστιανικά ευρωπαϊκά φιλοσοφήματα. Πέρα από τους μυστικούς στοχαστές, και ο Σπινόζα θεωρεί την α. όχι προϋπόθεση της μακαριότητας, αλλά ως τη μακαριότητα καθαυτή. Ο Καντ διαχωρίζει τον νομικό κώδικα συμπεριφοράς, που αντιπροσωπεύει την εξωτερική τάξη, από την εσωτερική κατηγορική αρχή που κινεί προς ηθική τελειότητα και αυτοκαταξίωση. Ο γαλλικός όμως Διαφωτισμός του 18ου αι., με τον Μοντεσκιέ, τον Βολτέρο, τον Ρουσό, αρνείται τους διαχωρισμούς αυτούς και κηρύσσει την έμπρακτη πολιτική α., που νοείται ως ατομική αυταπάρνηση χάριν του κοινού ανθρώπινου αγαθού. Στη σύγχρονη φιλοσοφία ο όρος α. τείνει να εκλείψει και να υποκατασταθεί από άλλους, κυρίως από τον όρο ευθύνη, τον οποίο υιοθετούν οι περισσότεροι φιλόσοφοι.
* * *η (AM ἀρετή)1. αγαθή φύση, εντιμότητα, χρηστότητα, καλοσύνη κάποιου2. (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα3. ικανότητα, επιτηδειότητα4. ανδρεία, γενναιότητα5. (για τον Θεό) μεγαλείο6. διάκριση, δόξα, τίτλος, υπόληψη, καλή φήμη7. εκλεκτή ποιότητα καταβολήςαρχ.1. ευημερία, προκοπή κάποιου2. υπεροχή σε τέχνη ή επάγγελμα, δεξιοτεχνία3. εκδούλευση, υπηρεσία κάποιου4. (για ζώα ή χώρες) ευφορία, γονιμότητα, παραγωγικότητα5. (για πράγματα) τελειότητα κατασκευής6. στον πληθ. α) ευγένεια καταγωγήςβ) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητεςγ) γενναία, λαμπρά κατορθώματαδ) (για θεούς) θαύματαε) είδος πολεμικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί μάλλον υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ άρος «καλός, ταιριαστός, κατάλληλος» και φέρει το επίθημα των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών *-ta (πρβλ. τελετή, αήτη, λατ. iuventa). Δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της λ. με τα αρέσκω, αρέσαι (οπότε θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από αρε -) ή το αραρίσκω (οπότε αρετή θα σήμαινε «συναρμογή»). Στον Όμηρο η λ. αρετή αναφέρεται κυρίως στους πολεμιστές και δηλώνει την ανδρεία και την πνευματική - σωματική υπεροχήη αρετή αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο ομηρικός ήρωας. Αργότερα η έννοια της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο Πλάτων ανάγει την αρετή σε φιλοσοφικό -ηθικό σύστημα, ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν τέσσερεις κύριες ανθρώπινες αρετές: την ανδρεία, τη φρόνηση, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Στον χριστιανισμό εξάλλου η αρετή εντάσσεται στο πλέγμα των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου. Πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη θεολογία ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Η αρετή αποτελεί επίσης θεϊκή ιδιότητα και εκφράζει τη θεϊκή δύναμη, δόξα και ανωτερότητα. Γενικά η αρετή αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει προσόν, πλεονέκτημα ή ποιότητα.ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αρετώμσν.αρεταίνω.ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. αρεταλόγος, αρετηφόροςνεοελλ.αρετολογία(β' συνθετικό) ενάρετοςαρχ.μισάρετος, πανάρετος, παντάρετος, φιλάρετος. Απαντούν επίσης τα ανθρωπωνύμια: Αγησάρετος, Αινησάρετος, Αιχμάρετος, Αμομφάρετος, Αμφάρετος, Αναξαρέτα, Αρεταγένης, Αρεταγέτας, Αρετάδας, Αρεταίος, Αρετακλής, Αρετάκριτος, Αρετάνασσα, Αρετάφιλος, Αρετέας, Αρέτης, Αρετοκλής, Άρετος, Αρέττιπος, Αρετώ, Αρέτων, Αρετώνυμος, Αριστάρετος, Αρχαρέτα, Δαμάρετος, Δειναρέτη, Δεξαρέτα, Δημάρετος, Ευάρετος, Εχαρέτα, Ηγησάρετος, Θαυμάρετος, Ιππαρέτη, Καλλισταρέτη, Κλεαρέτας, Κλεάρετος, Κλειναρέτη, Κλειταρέτη, Κριναρέτη, Κτησαρέτη, Κυδαρέτα, Λεαρέτη, Λυσαρέτη, Μνασάρετος, Νεαρέτα, Νικάρετος, Νικησαρέτη, Ξενάρετος, Ξηνήρετος, Ονησαρέτη, Πανάρετος, Πανταρέτη, Πασάρετος, Πεδάρετος, Πεισσάρετος, Σωσαρέτα, Σωτάρετος, Τιμαρέτη, Τιμησαρέτη, Τυχαρέτα, Φαιναρέτη, Φιλαρέτα, Χρυσαρέτα].
Dictionary of Greek. 2013.